- πτερώνυμος
- πτερ-ώνυμος, nach den Federn od. Flügeln benannt; Ἔρως als Πτέρως gedeutet: der Flügelgott
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πτερώνυμος — ον, Α αυτός που πήρε το όνομα του απ τα φτερά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα*), πρβλ. πατρ ώνυμος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
πτερωνύμου — πτερώνυμος named from its feathers masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… … Dictionary of Greek
όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… … Dictionary of Greek